• info@kosmimata.net

Τηλεφωνικό κέντρο: Δευτέρα – Παρασκευή: 9:00 – 21:00 / Σάββατο: 9:00 – 15:00 | 210 4976121

Ιστορία των Κοσμημάτων

Ένα κόσμημα αποτελείται από μικρά διακοσμητικά αντικείμενα που φοριούνται για τον προσωπικό στολισμό, όπως καρφίτσες, δαχτυλίδια, περιδέραια, σκουλαρίκια, μενταγιόν, βραχιόλια και μανικετόκουμπα.

Η ονομασία προέρχεται από το ρήμα κοσμώ που σημαίνει στολίζω. Κόσμημα ονομάζεται κάθε στολίδι για οποιοδήποτε λόγο και αν χρησιμοποιείται αυτό και είναι από τους πρώτους τομείς της λαϊκής χειροτεχνίας.

Από τους προϊστορικούς χρόνους, ο άνθρωπος συγκινήθηκε από τα αγαθά της φύσης που τον περιέβαλε και διάλεξε μερικά από αυτά για να τα κάνει στολίδια του. Τέτοια στολίδια ήταν τα περιδέραια και τα δαχτυλίδια από κοχύλια, όμορφες θαλασσινές πέτρες, κόκαλα κ.ά. Υπήρχε η εντύπωση σε αυτά τα πρώτα χρόνια ότι τα στολίδια είναι μέσο δύναμης, επιβολής, δημιουργίας, εκτίμησης από τους άλλους. Συχνά οι άνδρες στολίζονταν με σκοπό να προσελκύσουν τις γυναίκες.

Όλοι οι λαοί μας έχουν αφήσει πλήθος κοσμημάτων. Όπως η Μυκηναϊκή Ελλάδα που παρέδωσε πολλά κοσμήματα τα οποία διακρίνονται για την καλλιτεχνική τους αξία παρόλο που χρονολογούνται εδώ και 2500 χρόνια π.Χ.

Τα υλικά της κατασκευής τους είναι χρυσός, άργυρος, μόλυβδος, σμάλτο, ξύλο επενδυμένο με χρυσό, όλα σφυρήλατα και χυτά με πρόσθετες διακοσμήσεις.

«Η Μυκηναία αρχόντισσα θα λαμποκοπούσε ολόκληρη όντας κατασκέπαστη από τα κοσμήματά της: χρυσό ή ασημένιο διάδημα στο κεφάλι, χρυσά ή ασημένια περιβραχιόνια, χρυσές ή ασημένιες καρφίτσες στα μαλλιά της, δακτυλίδια, βραχιόλια στα χέρια, κρίκους στα πόδια… Στα κοσμήματα ιδιαίτερη μνεία αξίζει για την πόρπη, ένα από τα βασικά στολίδια της γυναίκας».

Φορούν δακτυλίδια σε μορφή απλού κρίκου ή με ελλειψοειδή σχήματα και χαραγμένες παραστάσεις, σκουλαρίκια, βραχιόλια που μεγαλώνουν ή μικραίνουν ανάλογα με τη διάμετρο του χεριού, προτιμούν χάνδρες για τα περιδέραια, τα βραχιόλια και τα διαδήματα σε απλά γεωμετρικά σχήματα και σχηματοποιημένες απομιμήσεις διαφόρων προτύπων του ζωικού, φυτικού και θαλάσσιου βασιλείου. Υπάρχει ακόμη μία χαρακτηριστική ποικιλία από χρυσές χάντρες, με κυλινδρική επιφάνεια σκεπασμένη από πυκνές σειρές μικροσκοπικών σφαιριδίων.

Ακόμα και οι αρχαίοι Ελληνες, οι τόσο λιτοί στην εμφάνιση και ενδυμασία τους, οι μεγαλοπρεπείς μέσα στην απλότητά τους, έδιναν ιδιαίτερη σημασία σε μερικά συμπληρώματα που τόνιζαν και φανέρωναν καταστάσεις και η χρήση τους ήταν καθαρά σημειολογική. Κλαδί ελιάς φορούσε ο νικητής των Ολυμπιακών αγώνων, κλαδί από κισσό ο νικητής στις διονυσιακές γιορτές και στους θεατρικούς διαγωνισμούς δράματος, φύλλα δρυός φορούσαν στις θρησκευτικές τους τελετές, γιρλάντες από πετροσέλινο στις πένθιμες τελετές, ενώ ανθοστέφανα από φρέσκα λουλούδια φορούσαν οι άνδρες στα συμπόσια.

Από την ανώτερη τάξη (ηγεμόνες, ευγενείς, θρησκευτικοί αρχηγοί) δεν έλειπαν οι χρυσές ταινίες που συγκρατούσαν τα μαλλιά τους, τα στεφάνια με διάκοσμο από πολύτιμες πέτρες, τα διαδήματα και οι χρυσές καρφίτσες, οι περόνες που συγκρατούσαν το χιτώνα τους, τα δακτυλίδια και οι χρυσοί κρίκοι.

Όλα ήταν κατασκευασμένα με τέχνη περισσή, κατεργασμένα στο χέρι από χρυσό, άργυρο και μπρούντζο.

Για την Ρωμαία (753 π.Χ. – 476 μ.Χ.) απαραίτητο συμπλήρωμα είναι το διάδημα στα μαλλιά, τα σκουλαρίκια στ’ αυτιά, το κολιέ γύρω από το λαιμό της, τα βραχιόλια στους καρπούς, τα δακτυλίδια στα δάκτυλα, οι κρίκοι στα μπράτσα και τους αστραγάλους.

Πλούσια και πολλά κοσμήματα ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα της ενδυμασίας ανδρών και γυναικών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Βραχιόλια το ένα επάνω στο άλλο, δακτυλίδια από χρυσό και ασήμι, όλα γεμάτα με πολύτιμες πέτρες όπως μαργαριτάρια, σμαράγδια, ρουμπίνια, διαμάντια. Χρησιμοποιούν ακόμη πλούσια διαδήματα για τα μαλλιά τους και πολύτιμες πέτρες στα ρούχα και τα υποδήματά τους.

Ξακουστά ακόμη είναι τα βυζαντινά κοσμήματα (330-1453 μ.Χ.) που έγιναν περιζήτητα στην Ευρώπη ολόκληρη ενώ ακόμη και σήμερα αποτελούν πηγή έμπνευσης για τους σχεδιαστές κοσμημάτων.

Τα κοσμήματα και οι κορώνες των αυτοκρατόρων είναι χειροποίητα δηλώνοντας την ελληνορωμαϊκή επίδραση μέχρι τον 4ο αιώνα. Χρυσά δακτυλίδια με ανάγλυφες παραστάσεις και μονογράμματα, χρησιμεύουν ως δακτυλίδια αρραβώνων και γάμου. Κρεμαστά μεγάλα χειροποίητα χρυσοποίκιλτα σκουλαρίκια, χρυσές καρφίτσες, πόρπες από πολύτιμες πέτρες, βραχιόλια εργασμένα με μικρές πέτρες σε μωσαϊκό. Μαργαριτάρια, σμαράγδια, ρουμπίνια, διαμάντια υπάρχουν άφθονα στην ενδυμασία αυτοκρατόρων.

Χριστιανικά εμβλήματα όπως ο σταυρός, στάχυα, κλαδιά αμπέλου και φύλλα, περιστέρια, ψάρια, σχήματα ζώων, γεωμετρικά και αφηρημένα σχήματα, φύλλα λουλουδιών και φρούτα διαμόρφωναν τη διακόσμηση των βυζαντινών υφασμάτων και κοσμημάτων.

Μάστορες στην κοσμηματοποιϊα υπήρξαν και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι (3000 – 525 π.Χ.) που την τέχνη τους μετάδωσαν και σε άλλους ανατολικούς λαούς. Χρησιμοποιούσαν πιο πολύ το μέταλλο και τα πετράδια που πάνω τους χάραζαν διάφορες παραστάσεις.

Για τις Αιγύπτιες, η πολυτέλεια των υφασμάτων δεν είναι αρκετή. Χρησιμοποιούν ακόμη βραχιόλια, περιδέραια, χαλκάδες για τους αστραγάλους, δακτυλίδια, διαδήματα. Οι Φαραώ βάζουν στο κεφάλι τους την άσπρη μήτρα (κορώνα) με το ιερό φίδι στην κορυφή της, σύμβολο της δυναστείας των Φαραώ.

Κοσμήματα φορούν άνδρες και γυναίκες σε αφθονία, όπως τα βραχιόλια σε όλο το μήκος των χεριών και τους αστραγάλους, ενώ οι κάλτσες τους είναι κεντημένες ή κοσμημένες με χρυσό και ασήμι. Επίσης φορούν περιδέραια με κρεμαστά ψηφία ή μορφές θεών ή το σύμβολο της αθανασίας τον ιερό κάνθαρο (σκαραβαίο). Οι Φαραώ φορούν δακτυλίδια-σφραγίδες με ανάγλυφα σκαλισμένο τον ιερό σκαραβαίο για το κλείσιμο των περγαμηνών. Ακόμη προτιμούν μεγάλα σκουλαρίκια με διάφορες συμβολικές παραστάσεις. Όλα είναι κατασκευασμένα από ευγενή μέταλλα – χρυσό, ασήμι ή χαλκό, φαγιάνς και διακοσμημένα με χάνδρες από σμαράγδια, αχάτη, αμέθυστο, όνυχα, ίασπι, κρυστάλλινες πέτρες, τυρκουάζ, μαργαριτάρια, κεχριμπάρι, κοράλλια, ημιπολύτιμες πέτρες που δίνουν στη φόρμα ιδιαίτερη βαρύτητα.

Από την Αρχαιότητα μέχρι τον Μεσαίωνα

Ο μηνίσκος (μισοφέγγαρο) συμβόλιζε τα αρχαία χρόνια το ασήμι και τη Σελήνη

Το ασήμι είναι γνωστό στον άνθρωπο από την προϊστορική εποχή. Η αρχαιότερη αναφορά στο μέταλλο εμφανίζεται στον Όμηρο: ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη (από την Αλύβη, όπου γεννιέται ο άργυρος, Ιλιάδα Β 857)

Είναι ένα από τα πρώτα έξι μέταλλα που χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο, μαζί με το χρυσό και το χαλκό που θεωρούνται παλαιότερα μέταλλα χρονολογούμενα από το 6000 π.Χ. και 4200 π.Χ. αντίστοιχα αλλά και το μόλυβδο (3500 π.Χ.), τον κασσίτερο (1750 π.Χ.) και το σίδηρο (1.500 π.Χ.). Τα πρώτα αργυρά αντικείμενα χρονολογούνται από το 4000 π.Χ. και έχουν βρεθεί στην Ελλάδα και στην Ανατολία, όπου ήταν η αρχική περιοχή παραγωγής αργύρου. Αργυρά ευρήματα στην σουμεριακή πόλη Κις και στη πόλη Μοχέντζο-ντάρο στη κοιλάδα του Ινδού χρονολογούνται από το 3000 π.Χ., περίοδο κατά την οποία χρονολογούνται και οι πρώτες προσπάθειες εξόρυξης αργύρου. Στα μέσα της τρίτης χιλιετίας οι Χαλδαίοι ανακάλυψαν την τεχνική της κυπέλλωσης για να διαχωρίσουν τον άργυρο από τα μεταλλεύματα μολύβδου, μέθοδο που περιγράφεται και στη Βίβλο. Στην αρχαία Αίγυπτο, επειδή ο άργυρος έπρεπε να απομονωθεί ήταν πιο σπάνιος και συνεπώς ακριβότερος από το χρυσό που ήταν αυτοφυής. Σημαντική ζήτηση αργύρου υπήρχε και κατά τη διάρκεια της 2η χιλιετίας από τους πολιτισμούς του ελληνικού χώρου, το Μινωικό και το Μυκηναϊκό, καθώς και της Μικράς Ασίας. Ο άργυρος προερχόταν από ορυχεία στην σημερινή Αρμενία, αλλά με την παρακμή αυτών των πολιτισμών το επίκεντρο εκμετάλλευσης αργύρου άλλαξε τοποθεσία, με τα μεταλλεία Λαυρίου να είναι πλέον η κύρια θέση εξόρυξης αργύρου παγκοσμίως για τα επόμενα περίπου χίλια χρόνια. Εκτιμάται ότι περί το 2000 π.Χ. η συνολική παγκόσμια παραγωγή αργύρου ήταν περίπου 3.100 τόνοι.

Το αργυρό τετράδραχμο της Αθήνας ήταν το νόμισμα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία κατά την αρχαιότητα

Ασημένιος Στατήρας που απεικονίζει το Φαρνάβαζο ως Σατράπη της Κιλικίας (379-374 π.Χ.)

Ο άργυρος χρησιμοποιήθηκε για τη κατασκευή νομισμάτων περίπου το 600 π.Χ. από τους Λυδούς, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ένα κράμα χρυσού και αργύρου, το ήλεκτρον, το οποίο περιέχει από 25 % έως 55 % Ag και έχει υποκίτρινο χρώμα. Το ήλεκτρο ήταν αυτοφυές στην κοίτη του ποταμού Πακτωλού, η οποία ήταν μια από τις σπουδαιότερες πηγές ήλεκτρου στην αρχαιότητα. Τα πρώτα αργυρά νομίσματα ήταν σβώλοι αργύρου με τη σφραγίδα της πόλης. Κάθε πόλη είχε το δικό της νόμισμα και μονάδα βάρους. Η αργυρή δραχμή της Αίγινας ήταν το πρώτο νόμισμα που καθιερώθηκε ως νομισματικό πρότυπο, ενώ, μετά την ανάπτυξη της Αθήνας, το Αττικό Τετράδραχμο χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο. Μία Αττική Δραχμή ισοδυναμούσε με 4,36 γραμμάρια αργύρου και το αργυρό Τετράδραχμο της Αθήνας εθεωρείτο το νόμισμα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην αρχαιότητα. Υπήρχαν όμως σε κυκλοφορία και άλλα ασημένια νομίσματα όπως το Αττικό Δεκάδραχμο και ο Οβολός που ήταν και το πιο μικρό, περιείχε 0,72 γραμμάρια αργύρου ενώ 6 Οβολοί ισοδυναμούσαν με μια Αττική Δραχμή. Τα μεταλλεία Λαυρίου, στην Αττική, τα οποία παρήγαγαν άργυρο και μόλυβδο, θεωρούνταν ένα από τα σημαντικότερα μεταλλευτικά κέντρα της αρχαιότητας, όπου εφαρμόστηκαν διάφορες τεχνικές εξόρυξης. Θεωρείται ότι τα ορυχεία του Λαυρίου ώθησαν την Αρχαία Αθήνα στην ακμή της κατά τη διάρκεια των κλασσικών χρόνων, αφού ο άργυρος που εξορυσσόταν χρησιμοποιούνταν για τη κοπή νομισμάτων. Τα ορυχεία αυτά λειτούργησαν από το 600 π.Χ. έως το 300 π.Χ. παράγοντας περίπου 30 τόνους αργύρου το χρόνο ενώ υπολογίζεται ότι από τον 7ο μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. εξορύχθηκαν τουλάχιστον 3.500 τόνοι αργύρου. Ο άργυρος επίσης χρησιμοποιούνταν σε πολυτελή οικιακά σκεύη και βρισκόταν κυρίως στη κατοχή των πλούσιων ιδιωτών.

Σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι Ετρούσκοι και οι Φοίνικες δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τα μεταλλικά νομίσματα. Οι Ετρούσκοι χρησιμοποιούσαν τον άργυρο για πολυτελή οικιακά σκεύη, ενώ τα πρώτα αργυρά ετρούσκικα νομίσματα εμφανίστηκαν στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και είχαν ως πρότυπα τα ελληνικά αργυρά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στις ελληνικές αποικίες της Ιταλίας και της Σικελίας. Οι Ρωμαίοι αντίθετα χρησιμοποιούσαν μπρούτζινα νομίσματα, ενώ η εισαγωγή του αργύρου στη ρωμαϊκή νομισματοποιία έλαβε χώρα το 214 π.Χ. με αργυρό νόμισμα το δηνάριο, μετά την επαφή των Ρωμαίων με πλουσιότερους λαούς, ενώ άρχισαν να κατασκευάζουν και περισσότερα αργυρά αντικείμενα, αρκετά από τα οποία ήταν καθημερινής χρήσης. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) έκανε αρκετές αναφορές σε μέταλλα, μεταξύ των οποίων και ο άργυρος και στην κατεργασία τους.

Κατά την ρωμαϊκή εποχή τα μεγαλύτερα ορυχεία αργύρου βρίσκονταν στην Ισπανία, που ήταν τότε ρωμαϊκή επαρχία. Μετά την κατάκτηση της Ισπανίας από τους Άραβες, τον 8ο αιώνα, τα ορυχεία βρίσκονταν διάσπαρτα σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Τα ορυχεία αργύρου της Ισπανίας προσέφεραν το ασήμι που ήταν απαραίτητο για την αγορά μπαχαρικών. Ο Αυτοκράτορας Αύγουστος έπαψε να χρησιμοποιεί τα αργυρά νομίσματα ως νομισματικό πρότυπο και αντ’ αυτού εισήγαγε χρυσά νομίσματα. Με το καιρό, τα αργυρά νομίσματα υποτιμήθηκαν σε σχέση με τα χρυσά και τελικά σταμάτησαν να παράγονται τους πρώτους Βυζαντινούς χρόνους.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα ενώ ο αριθμός των ορυχείων αυξήθηκε, επειδή βρέθηκαν νέες τοποθεσίες πλούσιες σε άργυρο στη κεντρική Ευρώπη, βελτιώθηκαν η παραγωγή και η τεχνολογία, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο ρυθμός παραγωγής του αργύρου. Ο διάσημος Πέρσης Τζαμπίρ Ιμπν Χαγιάν (Γκέμπερ), ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της Αλχημείας, μεταξύ άλλων ανακαλύψεων τον 8ο αιώνα, βρήκε και έναν τρόπο διαχωρισμού του χρυσού από τον άργυρο με τη βοήθεια οξέων. Στο Μεσαίωνα, ο άργυρος χρησιμοποιούνταν και για τις αντιμικροβιακές ιδιότητές του, οι οποίες είναι γνωστές από την αρχαιότητα. Πολλά από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνταν μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα είχαν ως βάση άλατα του αργύρου. Τον 12ο αιώνα ο Δομινικανός μοναχός και επίσκοπος Μάγκνους πειραματίστηκε με φωτοευαίσθητες ουσίες, όπως ο νιτρικός άργυρος.

1500 – σήμερα

Αλχημιστικά σύμβολα του 1775. Διακρίνεται στην 3η στήλη και στην τρίτη γραμμή το σύμβολο του αργύρου

 

Το γεγονός που αύξησε ξανά την αξία του αργύρου ήταν η ανακάλυψη και η κατάκτηση της Αμερικής από τους Ισπανούς. Στοιχεία για την εξόρυξη του αργύρου στην Αμερική δείχνουν ότι υπήρχε μια μικρή παραγωγή του μετάλλου στο Μεξικό (600 μ.Χ.) και τη Βολιβία (1000 μ.Χ.). Με την κατάκτηση της Λατινικής Αμερικής από τους Ισπανούς, η εξόρυξη αργύρου ανήλθε σε πρωτοφανή επίπεδα. Μεταξύ του 1500 και του 1800, η παραγωγή ασημιού στη Βολιβία, το Περού και το Μεξικό έφτασε το 85% της παγκόσμιας παραγωγής. Από το ορυχείο αργύρου στο Ποτοσί της Βολιβίας εξορύχθησαν σε 220 χρόνια 41.000 τόνοι ασημιού, ενώ η λέξη Ποτοσί έγινε συνώνυμο του πλούτου. Το υπόλοιπο 15 % προερχόταν κυρίως από τη Γερμανία, την Ουγγαρία και τη Ρωσία. Μετά το 1850 ανακαλύφθηκαν σημαντικά αποθέματα του μετάλλου στο Κόμστοκ Λοντ, στη Νεβάδα τα οποία ήταν και τα πρώτα σημαντικά αποθέματα μεταλλευμάτων αργύρου που βρέθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Παράλληλα με την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων αργύρου εμφανίστηκαν νέες τεχνικές απομόνωσής του. Στις αρχές του 15ου αιώνα καθιερώθηκε το νιτρικό οξύ στο βιομηχανικό διαχωρισμό χρυσού-αργύρου, ενώ τον 16 αιώνα ο διαχωρισμός αυτός είχε διαδοθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο διαχωρισμός των δύο αυτών μετάλλων με διαλυτοποίηση του αργύρου σε θειικό οξύ πραγματοποιήθηκε το 1802 από το Γάλλο χημικό ντ’Αρσέ (Jean-Pierre-Joseph d’Arcet, 1777- 1844). To 1887 κατοχυρώνεται ως πατέντα η σημαντική μέθοδος κυανίωσης για τη διαλυτοποίηση χρυσού και αργύρου, παρόλο που η μέθοδος ήταν γνωστή ήδη από το 1783.

Νέες ανακαλύψεις πηγών αργύρου σε όλο το κόσμο, μαζί με βελτιώσεις στις τεχνικές παραγωγής και εξόρυξης, όπως οι ατμοκίνητες μηχανές, αύξησαν σταδιακά την παγκόσμια παραγωγή αργύρου μέχρι τους 6.000 τόνους ετησίως το 1920. Το τελευταίο αιώνα νέες τεχνικές εξόρυξης του αργύρου από μεταλλεύματα αύξησαν την παραγωγή σε πάνω από 20.000 τόνους ετησίως κατά μέσο όρο, παρά την εξάντληση των περισσότερων πηγών πλουσίων σε άργυρο. Οι τεχνικές αυτές είναι η μαζική εξόρυξη, επιφανειακή ή υπόγεια, μεταλλευμάτων με μικρότερη περιεκτικότητα στο μέταλλο, η διύλιση των μεταλλευμάτων, η «επίπλευση αφρού» και η ηλεκτροδιύλιση. Αυτές οι τεχνικές επιτρέπουν την εξαγωγή αργύρου από μεταλλεύματα άλλων μετάλλων, όπως ο ψευδάργυρος, ο μόλυβδος και ο χαλκός.

Κοσμηματοποιία

Μεγάλη είναι η αξία του χρυσού στην κατασκευή κοσμημάτων. Εκεί ελάχιστα χρησιμοποιείται ο καθαρός χρυσός αλλά με προσμείξεις. Η καθαρότητά του μετράτε είτε με καράτια (24 καράτια είναι ο καθαρός χρυσός) είτε με χιλιοστά (1000 χιλιοστά ο καθαρός χρυσός). Στα κοσμήματα χρησιμοποιείται η ποιότητα των 14 καρατιών (585 χιλιοστά) και η ποιότητα 18 καρατιών (750 χιλιοστά). Συνήθως είναι αποδεκτή μία φύρα 10% χρυσού για την επεξεργασία και το γυάλισμα των κοσμημάτων. Η αξία ενός κοσμήματος συνήθως καθορίζεται από το βάρος του καθαρού χρυσού, την εργασία του και την αξία των πολύτιμων λίθων που περιέχει. Πολλές φορές η αξία των λίθων αυτών είναι πολλαπλάσια του χρυσού.

Κοσμηματοποιία

• ιστορικά στην λεγόμενη «χρυσοθεραπεία», όπου ο χρυσός και οι ενώσεις του αποτελούν συστατικά φαρμάκων για πολλές παθήσεις όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, αλλά, και πρόσφατα, κάποιες μορφές καρκίνου,
• στα stents για την απόφραξη αρτηριών,κλπ.,
• σε εμφυτευμένες ιατρικές συσκευές όπως βηματοδότες και αντλίες ινσουλίνης,
• στην «Βιο-βαλλιστική», δηλαδή την επακριβώς ελεγχόμενη έγχυση κλώνων DNA αναμεμιγμένων σε χρυσόσκονη επί συγκεκριμένων κυττάρων για διερεύνηση των σχετικών αντιδράσεων),
• σε εφαρμογές microchip drug delivery, όπου μικροσκοπικές δόσεις φαρμάκων τοποθετούνται εντός χρυσού περιβλήματος και εισάγονται στο σώμα του ασθενούς, εκλύοντας ηλεκτρονικά ελεγχόμενες, δόσεις του φαρμάκου.

Ο χρυσός βρίσκεται σε ορεινούς ποταμούς και κάποιες φορές βρίσκεται σε πέτρες.

Απλοποιημένη απεικόνιση της ηλεκτρονιακής δόμησης του ατόμου του χρυσού (Μοντέλο κατά Bohr)

Ο χρυσός (στα λατινικά Aurum και στα αγγλικά Gold) είναι το χημικό στοιχείο, με χημικό σύμβολο Au, ατομικό αριθμό 79, σχετική ατομική μάζα 196,966569, (κανονική) θερμοκρασία τήξης 1.064,43 °C και (κανονική) θερμοκρασία βρασμού 2.807 °C Ο χημικά καθαρός χρυσός, στις κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος, δηλαδή σε θερμοκρασία 25 °C και υπό πίεση 1 atm, είναι πυκνό, μαλακό, αστραφτερό, ελατό και όλκιμο ελαφρά κοκκινωπό κίτρινο στερεό[1] μέταλλο. Ο χρυσός και ο χαλκός είναι τα δυο μοναδικά «έγχρωμα μέταλλα». Οι παραπάνω αναφερόμενες ιδιότητες παραμένουν ίδιες και όταν ο χρυσός εκτεθεί στον ατμοσφαιρικό αέρα ή σε νερό. Χημικά, ο χρυσός είναι μέταλλο μετάπτωσης. Πιο συγκεκριμένα, ο χρυσός ανήκει στην ομάδα 11 (πρώην IB) του περιοδικού συστήματος. Είναι ένα από τα λιγότερο δραστικά χημικά στοιχεία. Για το λόγο αυτό βρίσκεται συχνά στην ελεύθερη στοιχειακή μορφή, συνήθως στη μορφή σβώλων ή κόκκων, ανάμεσα σε πετρώματα, σε «φλέβες» ή και σε προσχωσιγενή κοιτάσματα. Έχει βρεθεί, επίσης, σε μορφή διαφόρων στερεών διαλυμάτων με επίσης στοιχειακό άργυρο (Ag), καθώς και σε φυσικά κράματα με χαλκό (Cu) και παλλάδιο (Pd). Λιγότερο συχνά, βρίσκεται σε ορυκτά που περιέχουν χημικές ενώσεις χρυσού, συχνά με το χημικό στοιχείο τελλούριο (Te), δηλαδή τελλουρίδια του χρυσού.

Ο χρυσός στο σύμπαν θεωρείται παραδοσιακά ότι προήλθε από πυρηνοσύνθεση σε υπερκαινοφανείς αστέρες, που τροφοδοτούν τους δίσκους σκόνης από τους οποίους σχηματίζονται τα διάφορα αστρικά συστήματα. Επειδή η Γη είχε λιώσει, κατά το σχηματισμό της, θεωρείται ότι σχεδόν όλος ο αρχικός χρυσός που περιείχε βυθίστηκε στον πυρήνα της. Ο δε χρυσός που βρίσκεται στις μέρες μας στο φλοιό της και στο μανδύα της, θεωρείται ότι έπεσε αργότερα από τον αρχικό σχηματισμό του πλανήτη μας, κατά το σταδιακό μεταγενέστερο βαρύ βομβαρδισμό του από αστεροειδείς και κομήτες, εδώ και περίπου 4 δισεκατομμύρια χρόνια.

Ο χρυσός αντιστέκεται στην προσβολή από μεμονωμένα οξέα, αλλά μπορεί να διαβρωθεί από το αποκαλούμενο βασιλικό ύδωρ (ή νιτροϋδροχλωρικό οξύ), που είναι μείγμα πυκνού υδροχλωρικού οξέος (HCl) και πυκνού νιτρικού οξέος (HNO3), σε αναλογία μίξης 3:1. Το συγκεκριμένο μείγμα ονομάστηκε «βασιλικό ύδωρ» ακριβώς επειδή μπορεί να διαβρώσει και το χρυσό, το «βασιλιά των μετάλλων», δηλαδή το κατ’ εξοχήν «ευγενές» μέταλλο. Με την επίδραση του βασιλικού ύδατος στο χρυσό παράγεται διαλυτό στο νερό τετραχλωροχρυσικό ιόν ([AuCl]-). Ο χρυσός διαλύεται, επίσης, σε αλκαλικά διαλύματα ανιόντων κυανίου (CN-), ιδιότητα που αξιοποιείται συνήθως ευρύτατα κατά την εξόρυξη του μετάλλου από τα κοιτάσματά του. Ακόμη, ο χρυσός διαλύεται (ακόμη) σε υδράργυρο (Hg), με τον οποίο σχηματίζει αμαλγάματα. Πάντως, ο χρυσός είναι αδιάλυτος στο νιτρικό οξύ, που όμως διαλύει τον άργυρο (Ag) και τα υπόλοιπα βασικά μέταλλα, μια ιδιότητα που χρησιμοποιείται για να επιβεβαιωθεί η παρουσία χρυσού σε αντικείμενα. Η συγκεκριμένη διεργασία ονομάζεται «δοκιμασία οξέος» (acid test).

Ο χρυσός έχει μεγάλη οικονομική αξία, ως πολύτιμο μέταλλο για νομίσματα, κοσμήματα και άλλα τεχνουργήματα, τουλάχιστον από την αρχή της γνωστής Ιστορίας. Τα αποθέματα χρυσού είχαν γίνει η πιο συνηθισμένη βάση της νομισματικής πολιτικής, από τα βάθη της γνωστής ιστορίας της πολιτικής και της οικονομίας, αν και σ’ αυτόν τον ρόλο έχει αρχίσει σταδιακά να υποκαθίσταται από τα αποθέματα σκληρών νομισμάτων, από τη δεκαετία του 1930. Το τελευταίο πιστοποιητικό χρυσού, καθώς και τα τελευταία χρυσά νομίσματα (των 100$) εκδόθηκαν από τις ΗΠΑ το 1932. Στην Ευρώπη, οι περισσότερες χώρες άφησαν το χρυσό οικονομικό αξιακό πρότυπο με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, γιατί με τα τεράστια έξοδα και χρέη του μεγάλου αυτού πολέμου, ο χρυσός απέτυχε να παίξει πια το ρόλο του ως κυρίαρχο οικονομικό πρότυπο. Μεταπολεμικά, επίσης απέτυχε να επιστρέψει ο χρυσός ως κυρίαρχο μέσο σύγκρισης αξίας και συναλλαγής.

Υπολογίζεται ότι, από την αρχή της γνωστής ανθρώπινης ιστορίας μέχρι και το 2010, (υπολογίστηκε ότι) εξορύχτηκαν συνολικά 168.300 τόννοι ή περίπου 8.740 m³ χρυσού. Η παγκόσμια κατανάλωση του εξορυσσόμενου χρυσού είναι περίπου 50% σε κοσμήματα, 40% σε επενδυτικά αποθέματα, και 10% σε βιομηχανικές εφαρμογές.

Εκτός από τις ευρύτατα διαδεδομένες νομισματικές και συμβολικές λειτουργίες, ο χρυσός έχει και πολλές πρακτικές εφαρμογές, στην οδοντιατρική, στην ηλεκτρονική και σε άλλα πεδία. Τα πλεονεκτήματά χρήσης του είναι ότι έχει μεγάλη ελατότητα, ολκιμότητα, αντίσταση στην επίδραση των περισσοτέρων χημικών ουσιών, αλλά και μεγάλη ηλεκτρική αγωγιμότητα. Οι εφαρμογές του χρυσού περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ηλεκτρικά καλώδια, παραγωγή χρωματιστού γυαλιού, χρυσά ή επιχρυσωμένα σερβίτσια φαγητού και (παλαιότερα) στην κατασκευή CD-ROM και φωτοβολταϊκών.